Το εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας είναι αέναο σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν ονόματα Αγίων τα οποία δε βάζει ο νους ότι γιορτάζουν.Στο AthensMagazine συγκεντρώσαμε 10 Αγίους που συναντάμε σπανίως έως και ποτέ στην καθημερινότητα, που όμως υπάρχουν, γιορτάζονται και έχουν τη δική τους σημασία.Ο Άγιος Αχμέτ έρχεται σήμερα παραμονή Χριστουγέννων να μας θυμίσει αλλά και να μας παραδειγματίσει. Επίκα…
Το εορτολόγιο της ορθόδοξης εκκλησίας είναι αέναο σε τέτοιο βαθμό που υπάρχουν ονόματα Αγίων τα οποία δε βάζει ο νους ότι γιορτάζουν.
Στο AthensMagazine συγκεντρώσαμε 10 Αγίους που συναντάμε σπανίως έως και ποτέ στην καθημερινότητα, που όμως υπάρχουν, γιορτάζονται και έχουν τη δική τους σημασία.
10 σπάνιοι Άγιοι
-
Άγιος Αχμέτ
Ο Άγιος Αχμέτ έρχεται σήμερα παραμονή Χριστουγέννων να μας θυμίσει αλλά και να μας παραδειγματίσει. Επίκαιρος όσο ποτέ ο νεομάρτυς Αχμέτ μας θυμίζει κάτι που σήμερα όπως και άλλωτε πολεμιέται. Η Αλήθεια πάντα την πολεμούν, δεν έχει κανείς ανάγκη να πολεμήσει το ψέμα. Ή το καταρρίπτει ή το αποδέχεται ή το προσπερνά.
Την Αλήθεια όμως όποιος δεν την θέλει δεν την προσπερνά αλλά ούτε και μπορεί να την καταρρίψει για αυτό την πολεμά προσπαθώντας με πολλούς τρόπους να την λασπώσει μη γνωρίζοντας μέσα στην τύφλωση του σκότους του ότι καθετί που αξίζει όσο κι αν το λασπολογία τόσο αυτό θα λάμπει…
Ο Άγιος Αχμέτ ήταν μουσουλμάνος και Τούρκους. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, την Πόλη των πόλεων τον 17ο αιώνα. Ευγενής στην καταγωγή και με μεγάλη οικονομική ευχέρεια ήταν γραφιάς του αρχιλογιστή, αξίωμα ιδιαίτερα υψηλό και με πολλές προσβάσεις.
Είχε στη δούλεψή του δύο «σκλάβες». Η μία ήταν μεγάλη σε ηλικία, ενώ η άλλη νεαρή. Ήταν και οι δύο με καταγωγή από τη Ρωσία. Τη νεαρή ο Αχμέτ την είχε και ως σύντροφό του. Και οι δύο αυτές γυναίκες ήταν Χριστιανές και ο Αχμέτ τους είχε δώσει άδεια να μεταβαίνουν στην εκκλησία και να μετέχουν της Θείας Λατρείας χωρίς να τους δημιουργεί κάποιο πρόβλημα.
Μετά από κάποιο διάστημα, αντιλήφθηκε μια άρρητη ευωδία να προέρχεται από τη νεαρά σύντροφό του, κάτι το οποίο τον έκανε να απορεί. Ρωτώντας την αρχικά, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν από πού αυτό προέρχεται μιας και η νεαρή κοπέλα δεν το αντιλαμβανόταν.
Αυτό, όμως, συνεχιζόταν και μετά από επιμονή του Αχμέτ αντιλήφθηκαν πως η ευωδία αυτή ήταν απόρροια της λατρευτικής συμμετοχής της νεαρής συντρόφου του στην εκκλησιαστική ζωή. Μάλιστα, όταν το αντιλήφθηκε και η κοπέλα, παρατήρησε ότι η ευωδία αυτή παρατηρούνταν όταν έτρωγε αντίδωρο και έπινε αγιασμό.
Αφού το εξήγησε αυτό στον Αχμέτ κάνοντάς του μια μικρή πρώτη κατήχηση, ο ευγενής γραφιάς θέλησε να μεταβεί σε έναν ναό ώστε να δει με τα ίδια του τα μάτια τι γινόταν μέσα σε μια Θεία Λειτουργία.
Πράγματι, μετέβη μια από τις επόμενες ημέρες και ξαφνικά κατά την Θεία Λειτουργία είδε τον ιερέα να ίπταται από το δάπεδο του ναού, ενώ όταν ο πατριάρχης ο οποίος προεξείχε της Θείας Λειτουργίας ευλογούσε από το χέρι του έβγαιναν ακτίνες φωτός οι οποίες κατέληγαν σε κάθε πιάτο του εκκλησιάσματος πλην ενός. Αυτού του Αχμέτ.
Συγκλονίστηκε ο Αχμέτ και ένα ρίγος συγκίνησης διαπέρασε την καρδιά του, με αποτέλεσμα αυτό να αποτελέσει την κύρια αιτία μεταστροφής του και να θελήσει να γίνει Χριστιανός. Βρήκε έναν ιερέα ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε Χριστιανό.
-
Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος ανήκει στη χορεία των Νεομαρτύρων Αγίων. Μαρτύρησε υπέρ Χριστού του Θεού στη Μυτιλήνη την 17η Φεβρουαρίου του 1795, σε ηλικία 21 έτους. Μετά από τους βασανισμούς των Τούρκων και την μαρτυρική τελευτή του, ενταφιάσθηκε εντός μιας Εκκλησίας της Μυτιλήνης, καλουμένης Παναγίας Χρυσομαλλούσας.
Το σεπτό Λείψανο του Αγίου Θεοδώρου, επί μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιερεμίου (1798), μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου, μετεφέρθη εν αγνοία των τουρκικών αρχών, καί εναπετέθη ευλαβώς στην κρύπτη του Ιερού Βήματος του Μητροπολιτικού ναού, όπου παρέμεινε επί 34 έτη, δηλαδή μέχρι του έτους 1832…
Από του έτους τούτου γνωρίζουμε τον Άγιο Θεόδωρο ως Προστάτη και Πολιούχο της Μυτιλήνης και της Λέσβου γενικότερα. Η θανατηφόρος πανώλη, η οποία εμάστιζε την Μυτιλήνη κατά το έτος τούτο (1832), επί μητροπολίτου Μυτιλήνης Πορφυρίου, καί η οποία, κατά δεκάδας έρριπτε στους τάφους τούρκους καί χριστιανούς, ανεξαρτήτως τάξεως καί ηλικίας, ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη, για τον φόβο της μολύνσεως, καί να φύγουν στους πέριξ της πόλεως λόφους. Φόβος καί τρόμος καί σκιά θανάτου εκάλυπτε τα πάντα για αρκετό χρόνο. Και οι αρχές ακόμη αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη, για τον φόβο της μολύνσεως, καί να φύγουν στους πέριξ της πόλεως λόφους. Στην πόλη έμειναν οι ασθενείς καί όσοι τους περιποιόνταν, βέβαιοι ότι και σ’ αυτούς θα μετεδίδετο η φοβερά ασθένεια.
Συνεργεία ιατρών εστάλησαν από την Κωνσταντινούπολη καί πάντα τα μέτρα ελήφθησαν, χωρίς εν τούτοις να υποχωρήσει η πληγή της θανατηφόρου πανώλης. Αλλά τους Αγίους αυτού «εθαυμάστωσεν ο Κύριος». Ό,τι δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τα πολυπληθή συνεργεία των ιατρών καί τα φάρμακα καί τα λαμβανόμενα προληπτικά μέτρα, κατόρθωσαν να επιτύχουν οι προς τον Κύριον πρεσβείες του Νεομάρτυρος Θεοδώρου.
Σε αυτές τις κρίσιμες ημέρες, καί δη την νύκτα της Παρασκευής της α’ εβδομάδος των νηστειών, ενεφανίσθη εν ονείρω ο Άγιος στον τότε πρωτοσύγκελο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης καί Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καί του παρήγγειλε να ειπεί στον Μητροπολίτη να συγκαλέσει τους χριστιανούς από τις εξοχές καί τα προάστια, στα οποία είχαν καταφύγει, να προσέλθουν όλοι στον Μητροπολιτικό ναό, να γίνει ολονύκτια εκεί δέηση προς τον Θεό, καί να εξαχθεί καί το Λείψανο του Αγίου από της κρύπτης. Ο πρωτοσύγκελος Καλλίνικος δεν έδωκε σημασία στο όνειρο. Αλλά μετά από μία εβδομάδα, καί πάλι την νύκτα της Παρασκευής, το ίδιο όνειρο, ζωηρότερο αυτή την φορά, συνταράσσει τον Καλλίνικο καί η μορφή του Αγίου αυστηρότερα τον επιπλήττει για την αμέλεια καί αδιαφορία, την οποίαν επέδειξε ως προς την εκτέλεση της παραγγελίας του.
Αμέσως αυτή την φορά ανακοίνωσε ο Πρωτοσύγκελος στον Μητροπολίτη την εντολή του Αγίου. Πάραυτα ο Μητροπολίτης επισκέπτεται τον τούρκο διοικητή της πόλεως καί ζητεί παρ’ αυτού άδεια όπως επιτρέψει την τέλεση της αγρυπνίας. Προθυμότατα εν απογνώσει ο διοικητής, χορηγεί την προς τούτο άδεια. Καί οι «Κράχτες» εσπευσμένως καλούν τους χριστιανούς στην ολονύκτιο δέηση. Διαμαρτύρονται οι ιατροί για την χορήγηση της αδείας, φοβούμενοι την εκ του συνωστισμού μετάδοση της ασθενείας. Πλην όμως, τα πλήθη των χριστιανών μετά θερμής πίστεως προσέρχονται καί προσεύχονται μέχρι πρωίας για την υγεία τους. Τις πρωινές ώρες, Μητροπολίτης καί Πρωτοσύγκελος κατέρχονται στην κρύπτη του Ιερού και εξάγουν το ιερό Λείψανο του Αγίου καί εν πομπή περιφέρουν τούτο πέριξ του Ναού. Οι προσευχές των χριστιανών καί οι πρεσβείες του Αγίου ενώνονται καί ως θυμίαμα ευώδες κατευθύνονται προς τον Κύριο των δυνάμεων.
Απ’ εκείνης της ώρας ουδείς θάνατος εσημειώθη. Η πόλη ονόμασε τον Άγιο Θεόδωρο, Πολιούχο. Τούρκοι καί Χριστιανοί εξεδήλωσαν παντοιοτρόπως την ευγνωμοσύνη τους προς τον Θεό καί τον προστάτη Άγιο.
Έκτοτε το σεπτό Λείψανο παραμένει στο κεντρικό κλίτος του Μητροπολιτικού Ναού καί αποτελεί τιμαλφή θησαυρό της Εκκλησίας της Μυτιλήνης, ο δε άγιος Θεόδωρος τιμάται ως Πολιούχος της Λέσβου.
Σε ανάμνηση του θαύματος τούτου από του 1936, προνοία του αειμνήστου μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Δυρραχίου καθιερώθηκε και επικυρώθηκε δια βασιλικού διατάγματος της 8-5-1937, ειδική παλλεσβιακή πανήγυρης, (ανακομιδή του ιερού Λειψάνου και της κατ’ αυτήν διασώσεως της πόλεως από της πανώλους), εορταζομένη μετά πάσης λαμπρότητος δια πανδήμου λιτανεύσεως του ιερού Λειψάνου, την 4ην Κυριακή του Πάσχα, ήτοι Κυριακή του Παραλύτου.
-
Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης
Στο νέφος των Νεομαρτύρων της Εκκλησίας και των ηρώων της Πατρίδος εξέχουσα θέση κατέχει ο Άγιος Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στα χέρια του τουρκικού όχλου στις 28 Αυγούστου 1922. Η ζωή του, η παιδεία του, η εθνική δράση του, το εκκλησιαστικό ήθος και το μαρτύριό του τον κατατάσσουν στις μορφές, τις οποίες πρέπει συνεχώς να τιμούμε, να μελετούμε, να προβάλλουμε προς τη νέα γενιά. Η πνευματική παρακαταθήκη του παραμένει πάντα επίκαιρη.
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, του Νικολάου και της Καλλιόπης, γεννήθηκε το 1867 στην Τρίγλια της Προποντίδος. Ήταν, λοιπόν, Μικρασιάτης εκ καταγωγής. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χειροτονήθηκε κληρικός και γρήγορα προήχθη σε Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί Κωνσταντίνου Ε΄. Το 1902 εξελέγη Μητροπολίτης Δράμας, Ζιχνών και Φιλίππων. Βοήθησε τον Ελληνισμό της Μακεδονίας στον Μακεδονικό Αγώνα, δηλαδή στον διμέτωπο αγώνα κατά των Τούρκων κατακτητών και των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Λόγω διαφόρων κινδύνων μετέφερε κατά περιόδους την έδρα του από τη Δράμα στην Αλιστράτη Σερρών. Για ένα διάστημα αναγκάσθηκε να μετακινηθεί στη Θεσσαλονίκη.
Το 1909 το Πατριαρχείο τον απομάκρυνε από τη Δράμα κατόπιν οθωμανικών πιέσεων και το 1910 τον εξέλεξε Μητροπολίτη Σμύρνης. Και εκεί η δράση του ενόχλησε τούς Τούρκους, γι’ αυτό και αποσύρθηκε την Κωνσταντινούπολη κατά το διάστημα 1914-1918. Στις 2.5.1919 υποδέχθηκε με Δοξολογία τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη με εντολή πενταετούς διαρκείας των Νικητριών Δυνάμεων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. (Μετά τα πέντε έτη θα αποφάσιζε ο τοπικός πληθυσμός με δημοψήφισμα αν η περιοχή Σμύρνης θα παρέμενε υπό ελληνική διοίκηση). Ο Μητροπολίτης αγωνίσθηκε υπέρ της Εκκλησίας, της Ελληνικής Παιδείας, της νεολαίας και ίδρυσε περιοδικά, σχολεία και αθλητικά σωματεία. Στις 28 Αυγούστου, μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Στρατού και την είσοδο των στρατευμάτων του Μουσταφά Κεμάλ στη Σμύρνη, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έγινε ιερόν σφάγιον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Τον Νοέμβριο του 1992 η Εκκλησία της Ελλάδος κατέταξε στις αγιολογικές δέλτους τον Εθνοϊερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη και τους συν αυτώ αναιρεθέντες Ορθοδόξους κληρικούς της Τραγωδίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στον Πόντο. Η μνήμη τους ως Αγίων τιμάται κατά την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, πάντα κατά μήνα Σεπτέμβριο. Τούτο γίνεται διότι η σφαγή των Ελλήνων στα Μικρασιατικά παράλια αποκορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου με το Παλαιό Ημερολόγιο, άρα στις αρχές Σεπτεμβρίου με το Νέο Ημερολόγιο.
Είναι και αυτός ένας από τους πολλούς αγίους που μαρτύρησαν κατά τα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Τιμάται σε πολλές περιοχές της χώρας μας και κυρίως στη Λήμνο , όπου είναι και πολιούχος. Έχει ανακηρυχθεί επίσημα προστάτης των βοσκών.
Ο Άγιος Σώζων έζησε τον 3ο αιώνα και πριν γίνει Χριστιανός ονομαζόταν Ταράσιος. Καταγόταν από τη Λυκαονία της Μικρασίας αλλά ζούσε στην Κιλικία και ήταν βοσκός. Κάποτε βρέθηκε στην Πομπηιούπολη της Κιλικίας. Εκεί, είδε ένα χρυσό άγαλμα της θεάς Άρτεμης. Τότε απέκοψε το χέρι του αγάλματος και μοίρασε το χρυσάφι σε φτωχούς χριστιανούς. Όμως έγινε αντιληπτός, συνελήφθη και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο.
Κατά τη βυζαντινή εποχή προστάτης της Λήμνου ήταν ο Άγιος Αλέξανδρος, του οποίου το λείψανο φυλασσόταν στη Λήμνο ως το 1308. Αυτό αναφέρεται σε κώδικα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Όμως, το 1308 σε κάποια πειρατική επιδρομή εκλάπη το σκήνωμά του και μεταφέρθηκε στη Βενετία. Έκτοτε, η μνημόνευση του Αγ. Αλεξάνδρου ως πολιούχου της Λήμνου σταδιακά εξασθένησε.
Ακολούθησαν πολλές αλλαγές και τραγικά γεγονότα στο νησί: επιδρομές πειρατών, διαμάχες αυτοκρατορικών οικογενειών για τον έλεγχό του, εισβολές Φράγκων και Βυζαντινών ηγεμόνων, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, ενετοκρατία μετά την άλωση της Πόλης και τελικά τουρκοκρατία από το 1479. Όλες αυτές οι μεταβολές είχαν ως αποτέλεσμα οι παλιές συνήθειες να ξεχαστούν σιγά-σιγά.
Το νησί άρχισε να συνέρχεται από τη φτώχια και την αγραμματοσύνη από τα μέσα του 18ου αιώνα. Λήμνιοι έμποροι και ναυτικοί ήρθαν σε επαφή με την Ευρώπη, τη Ρωσία και την Αίγυπτο. Απέκτησαν πλούτο και σιγά-σιγά άρχισαν να ξαναχτίζουν τους παλιούς ταπεινούς και συχνά ερειπωμένους ναούς των χωριών τους. Οι Λημνιοί καραβοκύρηδες ταξίδευαν στην Πόλη, στη Σμύρνη και στην Αλεξάνδρεια, στα λιμάνια του Αιγαίου και της Μαύρης θάλασσας. Στο δρόμο τους προς τα Δαρδανέλια αγνάντευαν το νησί τους από μακριά. Ένα εξωκλήσι, που βρισκόταν από παλιά στη ΝΑ ακτή της Λήμνου, τους έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουν τη μάχη τους με τη θάλασσα. Είναι ο ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Φισίνη.
Οι Λήμνιοι ναυτικοί θεωρούσαν σωτήρα τον Άγιο Σώζο, διότι κάποτε έσωσε τους ναυαγούς μετατρέποντας την κάπα του σε βάρκα. Σαν αντίκριζαν λοιπόν τα αναμμένα καντήλια, σταυροκοπιόνταν και έκαναν μια ευχή, να τους έχει καλά ώστε να επιστρέψουν σώοι στο νησί τους. Και όταν κινδύνευαν από κάποια θαλασσοταραχή, πάλι στο δικό τους άγιο απευθύνονταν για σωτηρία λέγοντας την ευχή: «Άγιε Σώζο σώσε μας!». Και έταζαν: άλλος εικόνα, άλλος μια λειτουργία, ότι ο καθένας μπορούσε.
Ομοίως, οι κάτοικοι του νησιού, που πρόσμεναν τους θαλασσοδαρμένους συγγενείς τους, στον Άγιο Σώζο κατέφευγαν με παρακλήσεις και τάματα ώστε να τους φέρει πίσω γερούς. Έτσι, για τη λημνιά ναυτοσύνη και για τις οικογένειες των ξενιτεμένων ο Άγιος Σώζων έγινε σταδιακά ο προστάτης άγιος, στο πανηγύρι του οποίου όφειλαν να πάνε κάθε χρόνο στις 7 Σεπτέμβρη. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα καθιερώθηκε να τιμάται ως πολιούχος της Λήμνου.
Το 1887 σε κατάλογο επισήμων εορτών της Λήμνου δεν αναφέρεται η εορτή του Αγ. Σώζοντος. Η παλαιότερη γραπτή μαρτυρία εορτασμού του Αγίου Σώζοντος ως πολιούχου του νησιού είναι του 1906. Το έτος αυτό η Λημνιακή Αδελφότητα Αλεξανδρείας αποφάσισε στις 7 Σεπτεμβρίου να τελέσει πανήγυρη του πολιούχου της Λήμνου Αγίου Σώζοντος με εσπερινό την παραμονή και Θεία Λειτουργία με αρτοκλασία ανήμερα. Συνεπώς, η ακριβής χρονολογία της καθιέρωσης του Αγ. Σώζοντος ως πολιούχου πρέπει να αναζητηθεί μεταξύ 1887 και 1906.
Μέχρι σήμερα, οι Λημνιοί της διασποράς σε Αυστραλία, Καναδά, ΗΠΑ και Νότ. Αφρική συνεχίζουν αυτή την παλαιά παράδοση, να συγκεντρώνονται και να συνεορτάζουν την εορτή του Αγίου Σώζοντος. Η εορτή του αγίου αποτελεί γι’ αυτούς το συνδετικό κρίκο που τους συνδέει με την πατρίδα τους και τους θυμίζει τα παιδικά τους χρόνια στο νησί.
-
Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος
Ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, η μνήμη του οποίου τιμάται από την Εκκλησία στις 19 Ιουνίου και 21 Αυγούστου.
Στην Καινή Διαθήκη, αναφέρεται και ως Ιούδας ο Ιακώβου (Λουκ. στ’ 16, Πράξ. α’ 13, Ιωάν, ιδ’ 22). Ήταν πιθανότατα αδελφός του Αποστόλου Ιακώβου του επιλεγόμενου Μικρού ή Αλφαίου. Στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου (ι’ 3) μνημονεύεται ως Λεββαίος (θαραλλέος) ο επικληθείς και Θαδδαίος (μεγάθυμος), ενώ στο Ευαγγέλιο του Μάρκου (γ’ 18) απλώς ως Θαδδαίος. Με αφορμή τις ονομασίες αυτές του Ιούδα στα Ευαγγέλια, ο Ιερώνυμος τον χαρακτηρίζει Τριώνυμο (τρία ονόματα).
Ο Ιούδας υπήρξε μαθητής του Ιωάννου του Προδρόμου κι έδρασε στη Μεσοποταμία. Μαρτύρησε στην Έδεσσα (σημερινή Ούρφα Τουρκίας) ή στη Βηρυτό περί το 80.
Η αποδιδόμενη σε αυτόν συγγραφή της «Καθολικής Επιστολής» της Καινής Διαθήκης από παλαιότερους, αλλά και νεώτερους ερμηνευτές, δεν πρέπει να θεωρείται βέβαιη, λόγω ελλείψεως στοιχείων. Μάλλον συγγραφέας της Καθολικής Επιστολής είναι ο Ιούδας ο αδελφόθεος.
-
Άγιος Παναγιώτης
Ο νεομάρτυρας Παναγιώτης ήταν από την Πελοπόννησο και μαρτύρησε στην Ιερουσαλήμ στις 5 Απριλίου 1820 μ.Χ.
Σύμφωνα με τη διήγηση του Άγγλου ιεραποστόλου Ιωσήφ Wolff, που γράφτηκε στις 2 Απριλίου 1839 μ.Χ., ένας νεαρός Έλληνας, που ονομαζόταν Παναγιώτης, υπηρετούσε κοντά σ’ έναν Τούρκο ευγενή, που ονομαζόταν Οσμάν Εφέντης. Όταν κάποτε ο Τούρκος αυτός πήγε στο Τέμενος του Ομάρ, που βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, τον ακολούθησε μέσα σ’ αυτό και ο Παναγιώτης. Οι φανατικοί Τούρκοι, θεώρησαν ότι ο Παναγιώτης με την είσοδο του μίανε το Τέμενος τους και τον κατηγόρησαν στον Πασά της Δαμασκού. Ο πασάς ζήτησε από τον νέο, προκειμένου να αποφύγει τον θάνατο, να δεχθεί τον Μουσουλμανισμό. Ο Παναγιώτης μόλις το άκουσε αυτό, με θάρρος φώναξε μπροστά στον άρχοντα: «Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, θανάτωσε με, δεν φοβάμαι. Χριστός ανέστη» μπροστά σε πλήθος μουσουλμάνων. Εκεί τότε τον αποκεφάλισαν.
Σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες του Άγγλου Ιεραποστόλου, που παρακολούθησε το μαρτύριο του Αγίου, το «Ἑλληνικὸν Μοναστήριον» της Ιερουσαλήμ αγόρασε από τους Τούρκους το λείψανο του νεομάρτυρα αντί 5.000 γροσιών και το έθαψε με τιμές.
-
Άγιος Φιλούμενος
Ο Άγιος Φιλούμενος ο Νέος Ιερομάρτυς (15 Οκτωβρίου 1913, Ορούντα, Κύπρος – 16 Νοεμβρίου 1979, Φρέαρ του Ιακώβ, Ιερουσαλήμ) είναι Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο οποίος μαρτύρησε τον 20ό αιώνα στα Ιεροσόλυμα. Η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Νοεμβρίου.
Ο Άγιος Φιλούμενος (κατά κόσμον Σοφοκλής Χασάπης) γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1913 στο χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου της Κύπρου . Από μικρή ηλικία έδειξε την θρησκευτικότητά του και την κλίση του προς αφιέρωση. Γαλουχήθηκε στην Ορθόδοξη πίστη από την γιαγιά του Λωξάντρα μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Αλέξανδρο (μετέπειτα Αρχιμανδρίτη Ελπίδιο).
Το 1927, σε ηλικία 14 ετών, τα δύο αδέρφια κάνουν μια απόπειρα αποταγής από τα εγκόσμια και ταξιδεύουν οδοιπορικώς προς την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Το Σταυροβούνι, το γνωστό αυστηρό και ασκητικό μοναστήρι της Κύπρου βρισκόταν τότε σε περίοδο άνθησης. Έγιναν δεκτοί από τον διακριτικό Γέροντα Βαρνάβα και με την συγκατάθεση των ευλαβών γονέων τους έμειναν ως δόκιμοι μοναχοί. Στην Κύπρο έμειναν για περίοδο περίπου 6 ετών και ακολούθως μετέβησαν στα Ιεροσόλυμα κατόπιν προσκλήσεως του Έξαρχου του Παναγίου Τάφου.
Στα Ιεροσόλυμα παρακολούθησαν μαθήματα στο Γυμνάσιο του Πατριαρχείου και στην Σχολή της Αγίας Σιών. Το 1937 εκάρησαν Μοναχοί λαμβάνοντας τα μοναχικά ονόματα, ο μεν Σοφοκλής ονομάζεται Φιλούμενος, ο δε Αλέξανδρος ονομάζεται Ελπίδιος . Ακολούθως, χειροτονήθηκαν διάκονοι και το 1939 αποφοίτησαν από το Γυμνάσιο. Ο πατήρ Ελπίδιος έφυγε από την Αγία Γη, διακόνησε σε διάφορες άλλες υπηρεσίες, όπως στην Ιερά Μονή Μαχαιρά στην Κύπρο, και στο Άγιο Όρος. Ο Άγιος Φιλούμενος όμως παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα για 45 συναπτά έτη, μέχρι το μαρτύριό του. Το 1943 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και στις 8 Μαΐου του 1979 μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ. Εκεί υπηρέτησε μέχρι το μαρτυρικό του θάνατο, στις 29 Νοεμβρίου.
Αφότου μετατέθηκε στο Φρέαρ του Ιακώβ, αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα από φανατικούς Εβραίους. Αυτοί τον απειλούσαν συνεχώς με θάνατο και τον καλούσαν να εγκαταλείψει την διακονία του και να πάρει τις εικόνες και τον Εσταυρωμένο από το Φρέαρ.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το απόγευμα της 16ης Νοεμβρίου του 1979, ημέρα της μνήμης του Αγίου Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοί Εβραίοι μπήκαν στο χώρο του Φρέατος του Ιακώβ κι ενώ ο Άγιος τελούσε τον Εσπερινό. Τότε του επιτέθηκαν με τσεκούρι, τον κακοποίησαν και τέλος τον σκότωσαν. Από το σώμα του είχε πολλά τραύματα που έδειχναν πως χτυπήθηκε στο πρόσωπο και του έκοψαν τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Οι φανατικοί Εβραίοι ακολούθως βεβήλωσαν την Εκκλησία και το Σταυρό κι έριξαν μια χειροβομβίδα καταστρέφοντας τον χώρο.
Αγιοταφίτες πατέρες παρέλαβαν το τίμιο του λείψανο έπειτα από πέντε ημέρες και το ενταφίασαν στην Αγία Γη.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, κατά την κηδεία θανούντος μέλους της αγιοταφικής αδελφότητας, ανοίχθηκε ο τάφος του π. Φιλουμένου, για να γίνει ανακομιδή των οστών. Όλοι τότε οι παρευρισκόμενοι αντίκρυσαν ένα εξαίρετο και θαυμαστό θέαμα. Το σώμα του νεκρού Αρχιμανδρίτη ήταν ανέπαφο και ευωδίαζε. Ξανακλείσανε τον τάφο μέχρι τα Χριστούγεννα του 1984 μ.Χ., οπότε κατά την κηδεία του αρχιεπισκόπου Πέλλης Κλαυδίου ανοίχθηκε και πάλι. Το σώμα συνέχισε να είναι αναλλοίωτο και να ευωδιάζει.
-
Άγιος Τσι-Σουνγκ
Ευγενής μορφή, από τους πρωτεργάτες της ορθόδοξης εκκλησίας της Κίνας, σφάχτηκε ανηλεώς με το ποίμνιο του κατά την εξέγερση των Μπόξερς, με το επιχείρημα πως ήταν υποχείριο των αποικιοκρατών και προωθούσε θρησκεία ξένη προς τον Κινεζικό λαό. Άλλος ένας Κινέζος άγιος ήταν και ο Γουά
Το 1900 μ.Χ. στη Κίνα, η μυστική εταιρεία πολεμικών τεχνών «Πυγμάχοι» [Boxers – Μπόξερ, ακριβέστερα Yihetuan («Πολιτοφυλακές δικαιοσύνης και ομονοίας»). Τα μέλη τους ασκούνταν στην πυγμαχία και έφεραν φυλαχτά που θεωρούνταν αλεξίσφαιρα], υποστηριζόμενη από την επίκληρο αυτοκράτειρα, γνωστή για την ξενοφοβία της, εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, στους οποίους απέδιδαν την ευθύνη για όλες τις συμφορές της Κίνας. Στις 10 Ιουνίου, τοιχοκολλήθηκαν προκηρύξεις στους δρόμους του Πεκίνου καλώντας τους ειδωλολάτρες να σφαγιάσουν τους χριστιανούς και απειλώντας όσους θα τολμούσαν να τους κρύψουν.
Την επόμενη νύχτα, οι «Πυγμάχοι», περνώντας με αναμμένους δαυλούς από κάθε συνοικία της πόλης, συνελάμβαναν στα σπίτια τους όσους Ορθόδοξους χριστιανούς έβρισκαν και τους βασάνιζαν με σκοπό να αρνηθούν τον Χριστό. Πολλοί, τρομοκρατημένοι από τα μαρτύρια, έκαψαν θυμίαμα μπροστά στα είδωλα για να σώσουν την ζωή τους, ενώ άλλοι ομολόγησαν με γενναιότητα την πίστη τους και υπέστησαν τρομερά βασανιστήρια. Αφού έκαψαν τα σπίτια τους, τους οδήγησαν έξω από την πόλη, στους ειδωλολατρικούς ναούς των «Πυγμάχων», όπου ξεκοιλιάστηκαν, αποκεφαλίσθηκαν ή κάηκαν στην πυρά.
Ο Παύλος Γουάν, ένας ορθόδοξος κατηχητής, πέθανε με την προσευχή στα χείλη. Η Ία Γουέν, διδασκάλισσα στην ρωσική ιεραποστολή, βασανίσθηκε δύο φορές και ομολόγησε πασίχαρη τον Χριστό. Ο Ιωάννης, ένα αγόρι οκτώ ετών, υπέστη ακρωτηριασμό των δύο χεριών του και κατακρεούργηση του στήθους του. Στην ερώτηση των δημίων του αν υπέφερε, απάντησε χαμογελώντας: «Δεν είναι δύσκολο να υποφέρει κάνεις για τον Χριστό». Οι «Πυγμάχοι» τον αποκεφάλισαν και έκαψαν τα λείψανά του σε εορταστική πυρά.
Ο πατήρ Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ, ο πρώτος κινέζος ιερέας που είχε χειροτονηθεί από τον Άγιο Νικόλαο της Ιαπωνίας (βλέπε 3 Φεβρουαρίου) και είχε υπηρετήσει ακαταπόνητα την ιεραποστολή επί δεκαπέντε χρόνια, σφαγιάσθηκε με τους περισσότερους από τους εβδομήντα χριστιανούς, γυναίκες και παιδιά, που είχαν καταφύγει στο σπίτι του μετά την πυρπόληση των οικοδομημάτων της ρωσικής ιεραποστολής. Όταν εισόρμησαν οι «Πυγμάχοι», τον βρήκαν καθισμένο στην αυλή και τον κατατρύπησαν με μαχαιριές στο στήθος. Αποκεφάλισαν την γυναίκα του Τατιανή, όπως και τον γιο τους Ησαΐα, ηλικίας είκοσι τριών ετών. Έκοψαν τα δάχτυλα των ποδιών, την μύτη και τα αυτιά του άλλου γιου τους, Ιωάννη, επτά ετών, την στιγμή του μαρτυρίου του πατέρα του. Εκείνος όμως δεν ένιωθε κανένα πόνο και ενώ οι βασανιστές του τον αποκαλούσαν «γιό δαιμόνων» εκείνος αποκρίθηκε: «Είμαι ένα πιστός του Θεού και όχι μαθητής δαιμόνων!» Η Μαρία, αρραβωνιαστικιά του Ησαϊα, ηλικίας δεκαεννέα ετών, είχε έλθει στο σπίτι του πατρός Μητροφάνη με την επιθυμία να πεθάνει μαζί με την οικογένεια του αρραβωνιαστικού της. Όταν οι «Πυγμάχοι» περικύκλωσαν το σπίτι, βοήθησε τους άλλους να σωθούν πηδώντας την μάνδρα και κατόπιν αντιμετώπισε τους εισβολείς, κατηγορώντας τους ότι δολοφονούν αθώους δίχως δίκη. Μην τολμώντας να την σκοτώσουν, την πλήγωσαν στα χέρια, και της τρύπησαν τα πόδια. Σε όσους την πίεζαν να φύγει, αποκρίθηκε: «Γεννήθηκα κοντά στην εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου και εδώ θα πεθάνω!» Όταν οι «Πυγμάχοι» επέστρεψαν, την θανάτωσαν.
-
Αγία Μαρίνα
Η Αγία Μαρίνα γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Πισιδίας, στα χρόνια του αυτοκράτορα Κλαυδίου του Β’, το 270 μ.Χ. Λίγες μέρες μετά τη γέννησή της, η μητέρα της πέθανε, και ο πατέρας της Αιδέσιος, που ήταν Ιερέας των ειδώλων, την ανέθεσε σε μια χριστιανή γυναίκα, από την οποία η Μαρίνα διδάχθηκε το Χριστό. Όταν έγινε 15 χρονών, αποκαλύπτει στον πατέρα της ότι είναι χριστιανή. Έκπληκτος αυτός απ’ αυτό που άκουσε, με μίσος τη διέγραψε από παιδί του.
Μετά από καιρό, έμαθε για τη Μαρίνα και ο έπαρχος Ολύμβριος, που διέταξε να τη συλλάβουν για ανάκριση. Όταν την είδε μπροστά του, θαύμασε την ομορφιά της και προσπάθησε να την πείσει με κάθε τρόπο να αρνηθεί το Χριστό και να γίνει σύζυγος του. Μάταια, όμως. Η Αγία Μαρίνα σε κάθε προσπάθεια του Ολυμβρίου αντέτασσε τη φράση: «Είμαι χριστιανή». Τότε ο σκληρός έπαρχος διέταξε να την ξαπλώσουν στη γη, και την καταξέσχισε άσπλαχνα με ραβδιά τόσο, ώστε η γη έγινε κόκκινη από το αίμα που έτρεξε. Έπειτα, ενώ αιμορραγούσε, την κρέμασε για πολλή ώρα και μετά τη φυλάκισε.
Μέσα στην φυλακή μάλιστα συνέβη το εξής: ο διάβολος μεταμορφωμένος σε άγριο δράκοντα, προσπάθησε να κάνει την αγία να φοβηθεί. Αυτή όμως προσευχήθηκε στον Θεό και αμέσως ο δράκοντας άλλαξε μορφή και έγινε ένας μαύρος σκύλος και τότε η αγία άρπαξε ένα σφυρί και χτυπώντας τον στο κεφάλι και την ράχη τον ταπείνωσε.
Όταν για δεύτερη φορά την εξέτασε και διαπίστωσε ότι η πίστη της Αγίας Μαρίνας ήταν αμετακίνητη στο Χριστό, την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Αλλά οι πληγές της με θαύμα έκλεισαν, και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί παρευρισκόμενοι να γίνουν χριστιανοί. Μπροστά σ’ αύτόν τον κίνδυνο ο έπαρχος τελικά αποκεφάλισε τη Μαρίνα, που έτσι πήρε το άφθαρτο στεφάνι της αιώνιας δόξας.
Tα άγια λείψανα της φυλάγονταν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την πρώτη άλωση της από τους Λατίνους, το 1204 μ.Χ., ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές βρίσκονταν μέχρι το 908 μ.Χ. στην Αντιόχεια και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν στην Ιταλία. Σήμερα, τα άγια λείψανα της Αγίας Μαρίνας, φυλάγονται στην Αθήνα, σε ναό που φέρει το όνομα της ενώ η χείρα της έχει μεταφερθεί στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος.
-
Αγία Ειρήνη
Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη άθλησε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. Ήταν θυγατέρα του Λικινίου, που ήταν βασιλιάς κάποιου μικρού βασιλείου, και της Λικινίας. Καταγόταν από την πόλη Μαγεδών και αρχικά ονομαζόταν Πηνελόπη. Όταν η Αγία έγινε έξι ετών, ο πατέρας της Λικίνιος την έκλεισε σε ένα πύργο και ανέθεσε την διαπαιδαγώγησή της σε κάποιον γέροντα, ονόματι Απελλιανό, ο οποίος και έγραψε τα υπομνήματα του μαρτυρίου αυτής.
Μια νύχτα η Ειρήνη είδε το εξής όραμα: μπήκε στον πύργο ένα περιστέρι κρατώντας με το ράμφος του κλαδί ελιάς, το οποίο και άφησε επάνω στο τραπέζι. Επίσης, μπήκε και ένας αετός μεταφέροντας στεφάνι από άνθη, το οποίο τοποθέτησε και αυτός επάνω στο τραπέζι. Έπειτα μπήκε από άλλο παράθυρο ένας κόρακας, ο οποίος έβαλε επάνω στο τραπέζι ένα φίδι. Το πρωί που ξύπνησε απορούσε και σκεπτόταν τι άραγε να σημαίνουν αυτά που είδε. Τα διηγήθηκε λοιπόν στον γέροντα Απελλιανό και εκείνος τα ερμήνευσε ως προάγγελμα των στεφάνων της δόξας και του μαρτυρικού τέλους αυτής μετά τη βάπτισή της.
Στο Χριστιανισμό ελκύσθηκε από κάποια κρυπτοχριστιανή νέα, η οποία, λόγω της τιμιότητας και των αρετών της, έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως από τους γονείς της Πηνελόπης και είχε τοποθετηθεί από αυτούς ως θεραπαίνιδα της θυγατέρας τους. Ένας ιερεύς, ονόματι Τιμόθεος, βάπτισε κρυφά τη νεαρή ηγεμονίδα και τη μετονόμασε Ειρήνη.
Το γεγονός δεν άργησε να πληροφορηθεί ο πατέρας της Λικίνιος, όταν μάλιστα η Αγία Ειρήνη συνέτριψε τα είδωλα της πατρικής της οικίας ομολογώντας με αυτό τον τρόπο την πίστη της στον Χριστό. Για τον λόγο αυτό διέταξε να τη δέσουν στα πόδια ενός άγριου αλόγου, να τη σκοτώσει με κλοτσιές. Αλλά από θαύμα το άλογο στράφηκε εναντίον του και σκότωσε αυτόν. Τότε επικράτησε μεγάλη σύγχυση μεταξύ των εκεί παρεβρισκομένων ανθρώπων. Αλλά η Ειρήνη τους καθησύχασε με τα λόγια του Χριστού: «Παντα δυνατα τω πιστευοντι» (Μαρκ. θ΄ 23). Δηλαδή όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Και πράγματι, με θαυμαστή πίστη προσευχήθηκε και ο πατέρας της σηκώθηκε ζωντανός. Τότε, οικογενειακώς όλοι βαπτίστηκαν χριστιανοί. Στη συνέχεια έπαθε πολλά από τους Πέρσες και τους βασιλείς αυτών Σεδεκία και Σαπώριο Α’.
Έπειτα η Αγία Ειρήνη πήγε στην Καλλίπολη του Ελλησπόντου, όπου βασίλευε ο Νουμεριανός. Εκεί παρουσιάσθηκε σε αυτόν και ομολόγησε με παρρησία την πίστη της στον Χριστό. Οι ειδωλολάτρες την έκλεισαν διαδοχικά σε τρία πυρακτωμένα χάλκινα βόδια. Το τρίτο όμως βόδι, τη στιγμή που βρισκόταν εντός του η Μεγαλομάρτυς, όλως παραδόξως κινήθηκε, ενώ ήταν άψυχο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Στη συνέχεια αυτό σχίσθηκε και βγήκε από μέσα του η Αγία εντελώς αβλαβής από την κόλαση της πυράς. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσέλθουν στην πίστη του Χριστού χιλιάδες ψυχές. Στην πόλη Μεσημβρία της Θράκης η Αγία Ειρήνη θανατώθηκε, αλλά με τη δύναμη του Θεού αναστήθηκε και είλκυσε στην πίστη το διοικητή και ολόκληρο το λαό. Τέλος, η Αγία κατέφυγε μαζί με το δάσκαλό της Απελλιανό στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου διέμεινε επιτελώντας πολλά θαύματα και τιμώμενη ως αληθινή ισαπόστολος. Εκεί ανέπτυξε μεγάλη δράση μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως αυτής, το 315 μ.Χ.
Στο Συναξάρι της αναφέρεται ότι στην Έφεσο η Αγία βρήκε μία λάρνακα, στην οποία δεν είχε ως τότε ενταφιασθεί κανένας, μπήκε μέσα σε αυτήν και κοιμήθηκε με ειρήνη. Πριν δε από την κοίμησή της η Αγία Ειρήνη είχε δώσει εντολή να μην μετακινήσει κανένας την ταφόπετρα, με την οποία θα σκέπαζε τη λάρνακα ο δάσκαλός της Απελλιανός, προτού περάσουν τέσσερις ημέρες. Μετά όμως από δύο ημέρες επισκέφθηκαν τον τάφο ο Απελλιανός και οι άλλοι, οι οποίοι είδαν ότι η ταφόπετρα ήταν σηκωμένη και η λάρνακα κενή.
Κατά τα δυτικά Μαρτυρολόγια η Αγία Ειρήνη μαρτύρησε στη Θεσσαλονίκη, αφού ρίχθηκε στην πυρά ενώ κατά το Μηνολόγιον του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’, η Αγία Ειρήνη τελειώθηκε μαρτυρικά δι’ αποκεφαλισμού.
Δείτε και αυτά